
Ο Λεόντιος καταγόταν από την Ελλάδα (Αίγινα) και διακρινόταν για το μεγαλοπρεπές και αγέρωχο παράστημά του και τη ρωμαλεότητά του. Σε νεαρή ηλικία κατετάγη στο στρατό και σε όλες τις μάχες επεδείκνυε μεγάλη γενναιότητα και ανδρεία. Γι’ αυτές του τις αρετές προβιβάσθηκε γρήγορα σε υψηλά στρατιωτικά αξιώματα. Παρά τη γρήγορη εξέλιξή του και την υψηλή του θέση, συμπεριφερόταν με πολλή μετριοφροσύνη και τιμιότητα.
Η χριστομίμητη αυτή δραστηριότητά του γρήγορα απόδωσε εύχυμους καρπούς. Δύο συνάδελφοί του ο Υπάτιος (ή Υπάτος) και ο Θεόδουλος, πίστευσαν στο Χριστό και άρχισαν να ζουν με χριστιανική αγνότητα και άσκηση.
Όταν πληροφορήθηκε το γεγονός ο αφρικανός ηγεμόνας Αδριανός, προσπάθησε με διάφορες υποσχέσεις να τούς κάμει να αρνηθούν την πίστη τους. Γρήγορα κ
ατάλαβε ότι οι Άγιοι παρέμεναν ακλόνητοι, ως γενναίοι στρατιώτες Ιησού Χριστού. Διέταξε λοιπόν τον δι’ αποκεφαλισμού θάνατο του Υπάτιου και Θεόδουλου, τον δε Λεόντιο μαστίγωσε μέχρι θανάτου.