
Ο παππούς έχει άνοια. Θυμάται μόνο δυο τρία σκόρπια πρόσωπα κι αυτά με δυσκολία πλέον. Ξέρει ότι με γνωρίζει αλλά δε θυμάται πώς κι από πού.Γουρλώνει έκπληκτος τα μάτια όταν του συστήνομαι ως εγγονός του. Το χαμόγελό του το ίδιο γλυκό μα ντροπαλό. Λες και ζητάει συγγνώμη που με ξέχασε. Εμένα όμως μου αρκεί που θυμάμαι εγώ. Πώς άλλωστε να ξεχάσω τις αμέτρητες ώρες που καθόταν στην άκρη του κρεβατιού όταν αρρώσταινα; Πώς να ξεχάσω την πατρική του φροντίδα όταν μου έφτιαχνε το γάλα πριν το σχολείο,όταν μου έφερνε σύκα απ’τον κήπο,όταν φούσκωνε τη ρόδα του ποδηλάτου μου και ίσιωνε τη σέλα. Κάπου κάπου τα βάζει με αόρατους εχθρούς που θέλουν να του κλέψουν τα βαρέλια απ’την αποθήκη. Άλλες φορές τον βρίσκω γονατιστό στο πάτωμα να χτυπάει τη γροθιά του στο στρώμα του κρεβατιού. Στιγμές στιγμές η βιωμένη του ζωή βρίσκει χαραμάδα φωτός και στα λέει όλα. Όπως ακριβώς συνέβησαν. Μετά πάλι σκηνοθετεί σκηνές αλλόκοτες, φανταστικές. Με μερικά διάσπαρτα ψίχουλα μνήμης και ζητάει να συμφωνήσω. Πάντα συμφωνώ. Του αρέσει το πρωινό ξύπνημα κι ο καφές με μια μύτη του κουταλιού ζάχαρη. Στον γκρεμό της λήθης τα μόνα που διασώθηκαν. Προτιμά τα γνωστά πολυφορεμένα του ρούχα. Το πουκάμισο που του αγόρασα το αντιμετωπίζει παγερά κι αδιάφορα. Το δοκίμασε όταν του το’φερα, χαμογέλασε κι αυτό ήταν. Μου αρκεί που χαμογέλασε. Κι ας μην ήξερε να το κουμπώσει. Κι ας μην το βάλει ποτέ ξανά. Το πρόσωπό του φωτίζεται όταν βλέπει παιδιά στη γειτονιά. Τα κερνάει καρύδια με την ίδια δοτικότητα με πριν. Χαμογελάει κι όταν μυρίζει το γιασεμί στην αυλή. Εκείνη την ακριανή γλάστρα με το κυκλάμινο επαναλαμβάνει ότι του την έφερε ο φίλος του ο Στράτος. Κι ας μην είχε ποτέ τέτοιο φίλο. Τον κοιτώ έντονα και διαπεραστικά. Του εξηγώ συνέχεια.Παλεύω να τον φέρω πίσω από την άγνωστη χώρα. Μα η απόσταση μεγάλη κι ο δρόμος του γυρισμού λησμονημένος,χαμένος απ’το χάρτη του μυαλού. Εκεί στους δαιδαλώδεις λαβυρίνθους του. Αγκαλιάστε τους όσο είναι καιρός. Μπορεί να σας τους κλέψει κάποιο σκοτεινό ξεμάκρεμα του νου. Κάποια καταραμένη ομίχλη…
Του Αλέξανδρου Σουλιώτη.